Για την ημέρα της επιστροφής, είχαμε σχεδιάσει να ανέβουμε στο βουνό, να δούμε δύο, από τα πιο όμορφα, κατά γενική ομολογία, χωριά. Τον Πραστό, την πρωτεύουσα της Τσακωνιάς στα χρόνια της τουρκοκρατίας και την «νησιώτικη» Καστάνιτσα.
Ο καιρός όμως είχε άλλη γνώμη. Τη νύχτα γύρισε με βαριά συννεφιά, αέρα και βροχή. Έτσι είπαμε να το αφήσουμε και να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Είπαμε, συνηθισμένοι στις εκκρεμότητες!
Ο κύριος Τάσος, στη διάρκεια του πλούσιου πρωινού, μας απέτρεψε από το να ανεβούμε στον Πάρνωνα με τέτοιο καιρό, γιατί «εκεί πάνω τα πράγματα θα είναι χειρότερα». Μας ζήτησε όμως, αν θέλαμε, να μείνουμε άλλη μια μέρα, χωρίς καμιά χρέωση (δωράκι!!!!!), αλλά εμείς έπρεπε το βράδυ να είμαστε στο σπίτι μας. Οι υποχρεώσεις ποτέ δεν λείπουνε. Άλλωστε με τέτοιο καιρό δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά.
Έτσι, μετά το πρωινό, φορτώσαμε και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε, όταν ο κύριος Τάσος μας έφερε μια σακούλα γεμάτη πορτοκάλια και λεμόνια, από τον κήπο του και ένα μπουκάλι του 1,5 λίτρου γεμάτο φρέσκες, τσακώνικες ελιές σε νερό για ξεπίκρισμα, σχεδόν έτοιμες! Και μιας και τις είχαμε δοκιμάσει, ξέραμε περί τίνος επρόκειτο.
Αφού ευχαριστήσαμε αυτόν τον ευγενέστατο άνθρωπο, ξεκινήσαμε με βροχούλα και συννεφιά.
Μετά το Ζαρίτσι, ένα υπέροχο ουράνιο τόξο πάνω από τη θάλασσα, ήταν σα να μας έκλεινε ο ουρανός το μάτι!
Δύο μέρες πριν που κατεβαίναμε, είχαμε χάσει πολλές από τις εικόνες στο δρόμο μας, μιας και είχε νυχτώσει. Έτσι στη διαδρομή της επιστροφής είδαμε κάποια ωραία πράγματα.
Στην άκρη μιας χερσονήσου το Αρκαδικό χωριό
και πίσω του ένα ιχθυοτροφείο, πριν ο δρόμος απομακρυνθεί από την ακτογραμμή.